ἐξίμεναι

ἐξίμεναι
ἔξειμι 2
sum
pres inf act (epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εξίημι — ἐξίημι (Α) [ίημι] Ι. 1. αφήνω, επιτρέπω να βγει, να φύγει ή να απλωθεί (α. «ὁ δὲ... ἱκέτευεν ἐξίμεναι», παρακαλούσε να τόν αφήσουν να φύγει, Ομ. Οδ. β. «ἐξίει δ ὥσπερ κυβερνάτας ἀνὴρ ἱστίον ἀνεμόεν», σαν καλός καπετάνιος άφηνε το πανί να απλωθεί …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”